- διατράνωσις
- (-εως) η обнаруживание, живое проявление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διατράνωση — η (Μ διατράνωσις) [διατρανώ] σαφής εξήγηση, δήλωση … Dictionary of Greek